δακτυλιογλυφία

δακτυλιογλυφία
η (AM δακτυλιογλυφία) [δακτυλιογλύφος]
η επεξεργασία πολύτιμων λίθων για δαχτυλίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιογλυφία — δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc/acc dual δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιογλυφίᾳ — δακτυλιογλυφίαι , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc pl δακτυλιογλυφίᾱͅ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιογλυφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλιογλυφία ή στον δακτυλιογλύφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”